Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2008

Το κωμικό παιδί.

Το κωμικό παιδί που δέσατε με τα δεσμά του γέλιου έσπασε. Βγήκαν σκουλήκια και πεταλούδες από το δέρμα του. Τα μάτια του έγιναν διαμάντια και σας κοίταζε μέχρι και την τελευταία στιγμή. Γελάσατε το ξέρω, αλλά τώρα είναι αργά. Φοβόταν πως θα έφτανε η ώρα αυτή και πάντα κρυβόταν μόνο του σε ένα σκοτάδι. Έπρεπε να ήταν τυφλό για να μη δει τα γέλια σας. Αυτό δεν γελούσε. Φοβόταν. Το κωμικό παιδί δεν υπάρχει πια. Έπρεπε να φύγει και να γυρίσει οργισμένο. Καμιά μπαλάντα δεν θα το έκανε να κλάψει πια. Καμιά γυναίκα δεν θα το πονούσε πιο πολύ από’τι το ίδιο τον εαυτό του. Αγόρασε μια σοκολάτα και έκατσε δίπλα στο παγκάκι που καθόταν με κάποια. Δεν θυμάται με ποια. Το όνειρο δεν είναι πια για να το λες. Ήπιε μια γουλιά από το ποτό του και κάτι είπε. Δεν το άκουσε κανείς να μιλάει. Μόνο τα χείλη κουνήθηκαν, αλλά τα είχε πει όλα. Έτσι, στο τέλος. Όλα. Δεν είχε πια φωνή. Δεν θα γελούσατε πια με τα αστεία του. Δεν θα έκανε γκάφες για σας. Θα ήθελε να ζήσει και θα ζούσε. Όπως ήθελε. Ήταν μεθυσμένο. Πολύ μεθυσμένο. Έπινε όλο το βράδυ, μόνο του. Κάποια το κοίταζε να πίνει και το πλησίασε. Το κωμικό παιδί δεν τόλμησε να σηκώσει το βλέμμα του από το ποτήρι. Το κωμικό παιδί δεν είχε ανάγκη τίποτα περισσότερο από αυτό το ποτήρι. Πρόσθεσε λίγο τζιν στον καφέ του, όπως έκανε παλιά και τον ήπιε με τη μια. Δεν κοίταζε γύρω του. Ακόμα βρισκόταν μέσα σε μια δίνη που στροβιλιζόταν γύρω του. Δεν το άγγιζε όμως το κωμικό παιδί. Δεν είχε πια αστεία να πει. Δεν ήθελε. Άκουσε λίγη μουσική και μετά ξάπλωσε. Ωραία μέρα σκέφτηκα για να πεθάνει κανείς. Αλλά δεν πέθανε. Το άλλο πρωί, πλήθος κόσμου έξω από την πόρτα του περίμεναν για ένα του αστείο. Τσάμπα περίμεναν. Το κωμικό παιδί δεν είχε αστεία. Ήταν τύφλα στο μεθύσι και ξέρναγε στα πατώματα. Δεν το είχαν ξαναδεί έτσι. Δεν ήθελε να τον ξαναδούν έτσι.

buzz it!

Το Δωμάτιο...


Τώρα είναι η ώρα. Οι αναβολές είναι για τους ηλίθιους. Στάσου μπροστά και μίλα. Το ξέρω πως είναι δύσκολο και οι λέξεις θα κολλάνε, αλλά πρέπει. Τώρα. Πρέπει. Κοίταξε τη μούρη σου στον καθρέφτη. Κοίτα και πες μου τι βλέπεις. Είσαι εσύ; Τώρα. Πάρε τσιγάρο και πες μου. Είσαι εσύ; Σε αναγνωρίζεις; Ξέρεις τι είναι μαλάκα αυτό το δωμάτιο; Μια ζωή. Ολόκληρη. Μια ζωή χαμένη σε τέσσερις τοίχους και ένα παράθυρο. Βάσανο το παράθυρο. Ξέρεις τι είναι να κοιτάζεις τους γείτονες, τις ζωές τους, γιατί δεν έχεις δικούς σου να δεις. Τώρα είναι η ώρα. Ένας καναπές, μια λάμπα και ένα γραφείο είναι η μόνη σου περιουσία κι αυτή λειψή. Τώρα. Το τηλέφωνο έχει σταματήσει να χτυπάει. Μπορεί να το έσπασα και να μην το θυμάμαι. Ο δρόμος δεν βγάζει ποτέ ανθρώπους από εδώ. Είναι σαν καταραμένο αυτό το μέρος και έπεσε σε μένα ο κλήρος να το φροντίζω. Και το φρόντισα όλη μου τη ζωή. Μια ζωή…τι ζωή…; Για ποια ζωή μου μιλάς; Η ζωή είναι προνόμιο άλλων, όχι για μας. Εμείς έχουμε το δωμάτιο. Κοίτα γύρω σου και πες μου τι βλέπεις. Το δωμάτιο έγινε η ζωή μας κι αυτό γιατί δεν τολμήσαμε να βγούμε απ’αυτό. Από μικρός μεγάλωνα με ένα φόβο. Μην κάνεις λάθος…μην κάνεις λ ά θ ο ς…Και δεν έκανα. Δεν έκανα κανένα λάθος. Δεν έχω να θυμάμαι κανένα λάθος. Ξέρεις τι είναι μαλάκα, να μην έχεις να θυμάσαι; Οι κουρτίνες στο δωμάτιο ήταν πάντα κλειστές. Μη μας βλέπουν οι γείτονες. Λες και κάναμε μασωνίες μέσα και δεν έπρεπε να μας δει κανείς. Μια φορά διανοήθηκα να τραβήξω την κουρτίνα λίγο και μαζεύτηκαν όλοι να δουν. Έχω τρία μολύβια μέσα σε αυτό το δωμάτιο. Δεν γράφει κανένα. Αρνούνται. Το βράδυ, παίζει μια απαλή μουσική και ένα αμυδρό κόκκινο φωτίζει το ταβάνι του δωματίου. Δεν είμαι ποτέ μόνος το βράδυ. Φτιάχνω ανθρώπους και τους μιλάω, τους ερωτεύομαι και αγαπάω κάτι σκιές που δεν υπάρχουν. Δεν μπορεί να τις δει κανείς, μόνο εγώ. Οι άλλοι λένε πως είμαι ζαβό, αλλά δεν είμαι. Απλά ζω στο δωμάτιο. Εδώ μέσα η Δευτέρα ξημερώνει από την Κυριακή και ξανά Δευτέρα και ξανά Δευτέρα και ξανά…Τώρα είναι η ώρα. Κάνω μπάνιο κάθε μέρα και αγγίζω τα χέρια μου, τα πόδια μου, το κεφάλι μου, για να μην ξεχνάω ότι υπάρχω. Έφηβος, ανά τους αιώνες. Αρνούμαι να μεγαλώσω για να μη θυμηθώ πως. Και πότε. Καπνίζω το ένα τσιγάρο μετά το άλλο χωρίς κανένα λόγο. Αλλά ξέχασα, ζω στο δωμάτιο και εδώ μέσα δεν υπάρχουν λόγοι. Ο παραμικρός ήχος μπορεί να μου θυμίσει ζωή και να με κάνει να πιω μέχρι αηδίας. Η παραμικρή κίνηση. Κάθομαι και χαζεύω τις γάτες. Κι αν κάποια στιγμή μια απ’αυτές με κοιτάξει χαίρομαι σαν μικρό παιδί και θέλω να την κάνω φίλη μου. Φίλη μου για μια ζωή. Κι αν μου πεθάνει θα κλαίω. Ερωτεύτηκα. Πόνεσα. Μίσησα. Έχουν ποτίσει οι τοίχοι από γέλια, φωνές, κλάματα. Όλα σιωπηλά. Σσσς…Μην ακουστεί το παραμικρό συναίσθημα. Σσσς….Μπορείς να γελάσεις, αλλά από μέσα σου, μπορείς να κλάψεις, αλλά από μέσα σου, μπορείς να φωνάξεις, αλλά από μέσα σου. Κι όταν το από μέσα βγει. Θα γίνει βουνό. Θα γίνει ποτάμι. Θα γίνει καταιγίδα και κεραυνός και θα διαλύσει τους τοίχους, τον καναπέ και τη λάμπα και δεν θα υπάρχει πια δωμάτιο και τότε θα είμαι γυμνός. Τώρα είναι η ώρα. Σαν μια μάζα ανθρώπων, που η κραυγή τους ξεκινάει σιωπηλά σαν λειτουργία το Πάσχα και γίνεται…και γίνεται κύμα και σε παρασύρει. Τώρα είναι η ώρα. Τώρα που οι τοίχοι άρχισαν να ξεφτίζουν. Τώρα που το δωμάτιο βαριανασαίνει. Τώρα που έχει ήλιο έξω. Κοίταξε λίγο τον καθρέφτη. Τι βλέπεις; Έχει είδωλο; Τώρα είναι η ώρα….

buzz it!

 
GreekBloggers.com