Κυριακή 16 Μαρτίου 2008

Γυναίκα....

Γυρίζει το δωμάτιο. Οι τοίχοι. Όλα. Γυρίζουν. Στάσου. Μια στιγμή στάσου και μετά φύγε. Δακρύζουν τα κάδρα, το κρεβάτι τρέμει. Εκεί που κρεμούσες τα ρούχα σου υπάρχουν μόνο δύο μικρά τέρατα να μου θυμίζουν τη ύπαρξή σου. Μια στιγμή στάσου. Μια στιγμή. Το άρωμα που φύλαγα καλά στο συρτάρι μου έχει αρχίσει να ξεθυμαίνει. Το δικό σου άρωμα. Τα μαλλιά, τα νύχια, οι φλέβες του λαιμού σου, τα πόδια σου, το στήθος σου. Χάνονται. Σβήνουν. Τα κάδρα…Μια φωτογραφία που βγάλαμε αγκαλιά δεν υπάρχει. Κάπου την πήρε ο άνεμος και την ψάχνω τώρα, χρόνια. Χρόνια. Μια στιγμή στάσου. Μια στιγμή, για ένα τσιγάρο και φύγε. Γυρίζει. Μια στιγμή. Κάπου είχα κρύψει ένα μπουκάλι, εδώ, πίσω από τα βιβλία μου. Δεν το βρίσκω. Ένα μπουκάλι θλίψη και υπομονή. Ζήτα μου να μην πιω. Ζήτα το να το κάνω. Θα καπνίσω. Τρεμοπαίζει το φως και νομίζω πως λυπάται κι αυτό. Το πρωί σήκωσα τα σκεπάσματα και βρήκα από κάτω ένα ξένο σώμα. Τρόμος. Θυμάσαι; Σου είχα μιλήσει για ζωή. Για ποια ζωή; Για τι ζωή; Πάντα κολλούν επάνω μου όσα μισώ και σιχαίνομαι και φεύγουν, φεύγουν ακούς; Φεύγουν αυτά που θέλω. Αυτά που αγαπάω φεύγουν. Και μένω μόνος με αν ξένο σώμα, άγνωστο. Δεν με γνωρίζω πια. Δεν υπάρχω πια. Μένω σε ένα κέντρο που όλα περνούν γύρω μου και δεν με αγγίζουν. Μόνο κάποιες στιγμές ακούω κάποιους θορύβους ή βλέπω κάποιες λάμψεις που κι αυτές σβήνουν σαν το πρόσωπό σου, σαν τα μάτια σου. Σβήνουν και μαζί τους κάθε ελπίδα ύπαρξης. Μόνος. Αγκαλιά με ένα μπουκάλι τζιν, να πίνω και να σφαδάζω από τον πόνο. Δεν μιλάω. Δεν μίλησα ποτέ. Δεν είχα το κουράγιο. Θα με καταστρέψω για να ζήσω πιο πολύ. Για λίγο. Δώσ’μου φωτιά. Δώσε. Άκουσε με. Κλείσε τα ματάκια σου. Όνειρό μου, κλείσε τα μάτια. Ξάπλωσε στο δικό σου κρεβάτι, κοίτα τους δικούς σου τοίχους, αγάπα τους δικούς σου εφιάλτες. Ξένα χάρια πιάνουν τα χέρια μου. Ζαλίζομαι. Γυρίζει το δωμάτιο. Μη φεύγεις ακόμη. Μείνε για λίγο. Το λέω και θα το λέω όσο ζω. Μη φύγεις. Μείνε για λίγο πάνω σ’αυτό το στρώμα κι ας κάνουμε έρωτα για μια τελευταία φορά. Να με κοιτάς στα μάτια όμως. Θέλω να θυμάμαι. Να θυμάμαι τα μάτια και το λαιμό, και την πλάτη και τα χέρια και τα μαλλιά και το μέτωπο που ιδρώνει πάνω μου. Πάρε αυτό το λευκό μαντίλι. Κράτησε το. Δικό σου. Σκούπισε τον ιδρώτα σου. Δικό σου. Για μια φορά. Τελευταία. Μείνε. Άκου. Άκου πως φυσάει ο αέρας και πως κλαίει η βροχή. Κοίτα πως τα δέντρα γίνονται φράχτες και οι πέτρες τοίχοι, να μην περάσεις. Η πόρτα μου δεν λέει να ανοίξει. Φοβάται την είσοδο κάποιου ξένου. Κάποιας άλλης φωνής. Κάποιων άλλων ματιών. Που δεν θα δακρύζουν, δεν θα γελάνε, δεν θα μου κάνουν γκριμάτσες. Η πόρτα μου φοβάται. Μείνε. Έλα να κάνουμε μαζί σχέδια. Μαζί; Αστεία. Λέω αστεία. Μαζί; Σχέδια; Αστεία. Λέω αστεία. Μόνο λέξεις μαζί. Μόνο όνειρα μαζί. Μόνο σκέψεις μαζί, αλλά όχι ζωή. Όχι χέρια ακουμπισμένα στην ίδια κουπαστή πλοίου, όχι μάτια στο ίδιο θεωρείο θεάτρου, όχι πόνοι και καημοί και γέλια και τραγούδια και πλήξη και φόβο και αγάπη και έρωτα και ενθουσιασμό και απογοήτευση και γέλια και δάκρυ και βαρεμάρα και ταξίδια και καφέδες και ποτά και τσιγάρα και βόλτες και μουσικές και παιχνίδια. Αυτά όχι μαζί. Αυτά με ξένα σώματα και αποτρόπαιες αυταπάτες. Ζω. Ναι, τώρα ζω. Είμαι μέσα στο πλήθος ίδιος. Όμοιος με γουρούνι. Φοράω στολή. Έχω κι εγώ ότι κι οι άλλοι. Είμαι ένας δειλός. Είμαι ένας μαλάκας. Δεν είμαι δυνατός. Δεν έχω τη δύναμη να σου μιλήσω. Δεν έχω τη δύναμη να σε ξεχάσω κι ας πρέπει. Δεν έχω τα αρχίδια να σου καταστρέψω τη ζωή. Δεν έχω τα αρχίδια να σου κλέψω το παραμικρό αίσθημα. Τώρα έχω ότι και οι άλλοι. Έχω μια καληνύχτα και μια κραυγή να μου κουφαίνει τα αυτιά. Έχω μαύρο στα μάτια μου και σπάει την ηρεμία μου. Δεν είμαι τυφλός απλά δεν βλέπω. Δεν είμαι κουφός, απλά δεν ακούω. Δεν ακούω. Δεν θέλω να βλέπω αν δεν βλέπω εσένα. Δεν θέλω να ακούω αν δεν ακούω εσένα. Δεν θέλω να ξημερώνει αν δεν είμαι πλάι σου. Δεν θέλω να νυχτώνει αν δεν μας βρίσκει αγκαλιά στο κρεβάτι η νύχτα. Δεν θέλω να έχω σώμα αν δεν είναι δίπλα στο δικό μου. Δεν έχω άνθρωπο. Δεν έχω. Έχω ένα ξένο σώμα που χαϊδεύει τα χέρια μου, τα μαλλιά μου, τα μάγουλά μου αλλά δεν μπορεί, δεν ξέρει να χαϊδεύει το μυαλό μου. Και μένει εκεί. Χωρίς χάδι. Χωρίς συμπόνια. Μείνε. Για λίγο ακόμη, μείνε. Ένα τσιγάρο. Κάπου έχω κρύψει ένα μπουκάλι. Το δωμάτιο γυρίζει. Γυρίζει. Για μια στιγμή στάσου….


buzz it!

 
GreekBloggers.com