Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2008

Σχεδία...

Ένα δωμάτιο φυλακή και ο προαυλισμός μου το ποτό που πίνω κάθε βράδυ να ξεχάσω ότι θυμάμαι ακόμη. Μείνε εκεί. Μην κινείσαι, είσαι σαν στόχος. Πάρε τσιγάρο αν θες και κάτσε. Θα ανάψω κι εγώ ένα. Όταν πεθάνω θα λένε... «Κάπνιζε. Κάπνιζε σαν φουγάρο αλλά ο καργιόλης ήταν το πιο χαρούμενο πτώμα που έχουμε δει»! Έτσι θα λένε, το πιστεύω. Πάλι συνάχι έχεις; Σε θυμάμαι, εκείνη τη μέρα στο Μουσείο. Πάλι συνάχι είχες. Λέω να φορέσω τα καλά μου σήμερα και να βγούμε μια βόλτα. Τι λες; Αν θυμηθώ βέβαια που τα έχω. Έχω να βγω από εδώ μέσα πολύ καιρό και ξέχασα που τα καταχώνιασα. Μου έπιαναν χώρο. Είδες; Τώρα που τα χρειάζομαι…Τέλος πάντων…Γιατί δεν μιλάς; Μίλα. Τι περιμένεις να πω εγώ; Θα πάρω γάτα σου το είπα; Γάτα. Έτσι δεν θα είμαι μόνος μου. Χαμογέλα λίγο…Θες να σου κάνω γκριμάτσες; Μάλλον δεν θες. Φοβόμουν να σε πάρω. Πέθαινα για να σε πάρω αλλά…Σήκωνα το τηλέφωνο και το ξαναέκλεινα σαν τα μικρά παιδιά. Πάνε χρόνια ε; Αιώνες; Μη με κοιτάς, μίλα. Δεν μπορώ μόνος μου. Για λίγο πέρασε από το μυαλό μου να έρθω να σε βρω αλλά και πάλι…Γιατί δεν μιλάς; Θέλω να βάλω τα καλά μου και να βγούμε μια βόλτα. Οι δύο μας. Μια βόλτα. Αν…Τίποτα. Κοίταξε με. Κοίτα με. Πάει καιρός, το ξέρω. Άσε με λίγο, για λίγο. Ξυπνάω, κοιμάμαι, δουλεύω. Δε ζω. Ποια ζωή; Τι ζωή; Το λεωφορείο, το νοίκι, τα σκατά…κι εσύ; Εσύ που είσαι; Τι κάνεις; Ξέχασα πια τι αγαπάς, τι μισείς. Με τι γελάς, με τι κλαις. Ξέχασα τα μαλλιά σου, τα χέρια σου, τα χείλη σου. Δεν θυμάμαι. Καπνίζω το ένα τσιγάρο πίσω απ’το άλλο και δεν υπάρχω. Μένω εδώ. Μιλάω με ανθρώπους που δεν ξέρω και δεν μιλάμε. Βγάζουμε φθόγγους που δεν έχουν κανένα νόημα. Γράμματα στη σειρά που σχηματίζουν προτάσεις χωρίς ειρμό. Κι εσύ που είσαι; Σε ένα πάρκο ζούσε ένα κοριτσάκι. Δεν είχε γονείς και ήταν μόνο. Είχε κάνει σπίτι του ένα παγκάκι. Το σιχαίνονταν όλοι, γιατί ήταν βρωμιάρικο. Αλλά αυτό τους κοιτούσε κάθε μέρα, να περνάνε και να πηγαίνουν στις δουλειές τους, καλοντυμένοι. Γι’αυτούς, δεν υπήρχε το κοριτσάκι. Δεν το είχαν κοιτάξει ποτέ στα μάτια. Πάντα φοβόμουν ότι κανείς δεν θα με θυμάται. Μη με ξεχάσεις. Κοίτα με στα μάτια και κράτα με. Μη με ξεχάσεις. Εγώ άρχισα να ξεχνάω. Να με θυμάσαι. Μπορεί να μην θες να με αγγίζεις, να μου γελάς ή να με αγαπάς. Να μη θες να σε φιλάω, να σε σκεπάζω τα βράδια όταν ψήνεσαι στον πυρετό, να σου λέω πόσο γλυκιά είσαι με το συνάχι σου. Μπορεί να θες να φύγεις και να μην πατήσεις ποτέ το πόδι σου ξανά σε αυτό το δωμάτιο. Αλλά μη με ξεχνάς. Ζήσε, αλλά κράτα ένα κομμάτι στο κεφάλι σου μόνο για μένα. Ένα μικρό. Κι όποτε θες, μπορείς να έρχεσαι να βλέπεις τη γάτα. Το κοριτσάκι του πάρκου πέθανε. Δεν το θυμάται κανείς, γιατί δεν το κοίταξε κανένας στα μάτια.

buzz it!

Απάντηση.......

Σου χάλασα τη μόστρα χαμαλοραγιά; Αρνείσαι ότι με γνωρίζεις για να μην πέσει πάνω σου μια στάλα από τη βρωμιά μου; Είμαι άνεργος, βρωμιάρης και τεμπέλης, αν αυτό σε ευχαριστεί. Δεν αρνούμαι την αποτυχία της χρονιάς όπως εσύ αρνείσαι την αποτυχία της ράτσας σου. Δεν τη φοβάμαι. Εσύ; Σήμερα πόσες μασχάλες έγλυψες; Σε πόσους είπες, τι καλοί που είναι; Εγώ σε κανέναν! Εγώ δεν θυμώνω όταν με πουν άχρηστο. Δεν μου καίγεται καρφί. Πόσες φορές έσκυψες σήμερα; Δεν σε ξεπλένει τίποτα μικρέ μου παντοκράτορα. Σαπίζεις για ένα κομμάτι ψωμί κι αυτό βρώμικο. Βρωμάς όπως κι εγώ, με τη μόνη μας διαφορά, εγώ το παραδέχομαι. Σκυλάκι του καναπέ που το μάλωσε η μαμά του είσαι, μαλάκα. Μη με κοιτάς, μη μου μιλάς, γιατί εγώ τόλμησα και σας έφτυσα στη μούρη. Λίγο σάλιο δεν θα σας κάνει κακό! Μου θυμίζεις ένα στρατόκαυλο που είχα στο στρατό, που με κατηγόρησε για δολιοφθορά και σύσταση τρομοκρατικής οργάνωσης, όταν του ξεσκέπασα κομπίνα που θα μπορούσε να τον κλείσει φυλακή. Πόσο χαζός είσαι; Θυμάσαι που έπεσες τόσο χαμηλά να γλύψεις κι εμένα; Εμένα, τον αποτυχημένο, που δεν τολμάς τώρα να γυρίσεις να δεις για δεύτερη φορά. Μπορείς να κάνεις, ότι θέλεις. Ακόμα και να με χτυπήσεις, γιατί τόλμησα να πω για σένα. Μπορείς ακόμα και να με πας στα δικαστήρια γιατί είπα για την πουλημένα φάρα σου. Δεν παίζω μαζί σου. Βαριέμαι να παίζω και να ξέρω ποιο θα είναι το αποτέλεσμα. Στο τέλος η νίκη θα είναι δική σου, γιατί εγώ είμαι μόνος. Τα φασιστότεκνα που γλύφεις για να πληρώσεις το νοίκι σου δεν θέλουν και πολύ να σε αφήσουν χωρίς νοίκι. Αυτό να θυμάσαι. Ο λόγος, είναι πάντα ελεύθερος. Αν μπορούσες μια στιγμή να σκεφτείς σαν άνθρωπος και όχι σαν ποντίκι θα έβλεπες που κυλιέσαι. Δεν τα βλέπεις τα σκατά που έπεσες; Δεν μπορείς να τα δεις; Βρωμάτε και δεν έχω καμία όρεξη να βρωμίσουμε παρέα. Εκεί που φτύνω δεν κυλιέμαι και πολύ περισσότερο δεν γλύφω. Και συνεχίζω το αποκριάτικο πρόγραμμά μου…με εμβατήρια!

buzz it!

Επίκαιρο...

Ο Αββακούμ περπατά μαζί με τη γυναίκα του στους πάγους της Σιβηρίας.
Η γυναίκα του αρχιεπισκόπου:
«Θα υποφέρουμε για πολύ, αρχιεπίσκοπε;»
Αββακούμ:
«Κόρη του Μάρκου, μέχρι το θάνατο».
Κι εκείνη αναστενάζοντας:
«Καλά, γιε του Πέτρου, ας περπατήσουμε τότε».

buzz it!

 
GreekBloggers.com