Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου 2008

Το μπαρ....

Ένα ποτό. Κι άλλο ένα. Σαν ιδέα που δεν ειπώθηκε. Διπλό βάλε. Μουσική. Βαριά. Σαν τα βλέφαρά μου. Βαριά. Το μπαρ. Σαν Νεοϋορκέζικο μπλουζάδικο που ζητά δικαίωση μοιάζει. Φορούσα μαύρο μπουφάν που τώρα κυλιέται στο πάτωμα. Βρομιά. Μοιράσου λίγο από το τσιγάρο σου μαζί μου και μετά φύγε. Μπορείς να φύγεις. Ξημερώνει…Ο μπάρμαν μοιάζει με ένα παιδικό μου φίλο. Χαθήκαμε. Μπορεί να είναι κι αυτός, δεν ξέρω. Δεν θέλω καυγάδες. Πιες το ποτό σου και φύγε. Εγώ θα μείνω για λίγο. Είχαμε ξανάρθει εδώ, θυμάσαι; Καθίσαμε εκεί. Δίπλα στη μπάρα. Θυμάσαι; Κάπνιζα ακατάπαυστα, θυμάσαι; Μου πήρες το πακέτο και το έχωσες στο σουτιέν σου, λες και θα κώλωνα να χώσω το χέρι μου και να το πάρω. Δεν το πήρα όμως. Προτίμησα να κάνω από τα δικά σου. Είχα τον τρόπο. Θυμάσαι; Σε κοιτούσα μόνο, θυμάσαι, δεν σου μίλησα. Μόνο όταν μου το ζήτησες, θυμάσαι; Μόνο τότε σου είπα κάτι. Δεν θυμάμαι τι. Κάπνιζα ακατάπαυστα. Από τα δικά σου. Κάτι Καρέλια, άθλια. Μπορεί να έβρεχε, γι’αυτό χωθήκαμε εδώ μέσα. Σε κοιτούσα. Ναι, σίγουρα έβρεχε. Θυμάσαι; Μου χαμογέλασες και δεν ξέρω το λόγο. Δεν είπα ποτέ κάτι αστείο. Φορούσες φόρεμα θυμάσαι; Ένα λευκό φόρεμα και ήσουν μούσκεμα. Βρεγμένη ως το κόκαλο. Μου ζήτησες να σου ανάψω το τσιγάρο. Φύσηξες τον καπνό και με φίλησες. Ποτέ δεν κατάλαβα το λόγο. Πάλι έπαιζε αυτό το κομμάτι θυμάσαι; Αργά…θυμάσαι; Οι κουρτίνες του μπαρ χόρευαν με τον αέρα. Μου είπες να χορέψουμε. Σου είπα, όχι. Πραγματικά δεν ήθελα. Έκανες τη θυμωμένη και με ξαναφίλησες, θυμάσαι; Θυμάσαι; Ήπια το πρώτο ποτό γρήγορα σαν να έπινε νερό ένας διψασμένος και πήρα δεύτερο και τρίτο και τέταρτο. Έπρεπε. Θυμάσαι τι μου είπες; «Πάρε με»… Πάρε με….Τώρα μου φαίνεται αστείο. Οι καρέκλες, τόσο άβολες καρέκλες λες και κουβαλούσαν μνήμες χωρισμών και ερώτων και κλάματα και γέλια και φιλιά αιώνων. Πέρασε η ώρα. Θυμάσαι; Μίλα μου…Μη με αφήνει μόνη, μίλα μου, έτσι μου είπες. Σίγουρα έβρεχε. Πέρασα το χέρι μου στη μέση σου και σου δάγκωσα τα χείλη να σε πείσω. Μη χαθείς…σου το είπα στο αυτί αλλά μάλλον η μουσική ήταν τόσο δυνατά που δεν το άκουσες. Θυμάσαι; Γιατί να βρεθήκαμε εδώ; Γιατί σ’αυτό το μέρος; Σαν μπουρδέλο είναι. Χόρευες όλη τη νύχτα κι όταν κουραζόσουν με αγκάλιαζες. Χόρευες και με κοιτούσες. Σαν θήραμα. Πέταξα το τσιγάρο μου στο πάτωμα και σε πλησίασα και τότε κατάλαβες, θυμάσαι; Σε πήρα και φύγαμε, θυμάσαι; Είχε ξημερώσει όπως τώρα, θυμάσαι; Τα πάντα βρεγμένα έξω κι οι δύο μας σαν να βρισκόμαστε σε άλλον πλανήτη, περπατούσαμε στους άδειους δρόμους, χωρίς να ζητάμε κάτι ή χωρίς προορισμό. Θυμάσαι; Κι όταν τα ρούχα σου βρέθηκαν στο πάτωμα τότε…Πιες το ποτό σου και φύγε. Ξημέρωσε…

buzz it!

Ο μπάτσος και άλλα ασπόνδυλα....

Ο μπάτσος που εκ γενετής μου κάρφωσαν στο πλευρό να με προσέχει βρίσκεται στο νεκροκρέβατο. Θέλω να πω λόγια ευχαριστίας και να τον καλέσω να έρθει να φάμε για τελευταία φορά τα ποτισμένα με αρσενικό μπισκοτάκια μου. Δεν φταίω εγώ που αργοσβήνει ανέμελος κραδαίνοντας σημαία κατακόκκινη. Μπάτσος ανέτρεψε το καθεστώς μου και μου επέβαλε τη σιωπή μου. Η σιωπή μου προς απάντησή σου του είπα με ύφος σνομπ, που μου αρέσει και έκλασα ανάμεσα στα μάτια του. Δεν πήρε μυρωδιά. Συνήθως βάζω την ελληνική αστυνομία να διαβάζει πρώτη τα γραπτά μου. Αυτή τη φορά δεν μπορώ γιατί…Έλα μου ντε! Αλλά να σου πω αστυνομικούλη μου, είσαι για μια παρτίδα κουμ καν; Θα σε ξεσκίσω! Καλοντυμένοι γραβατοφόροι και εκ πρωκτού συνουσιαζόμενοι βάλτε φωνή βροντερή να σταματήσει το αίσχος! Ποιο κωλόπαιδο, αναρχικός, εχθρός του κράτους είπε την κακία ότι οι αστυνομικούληδες είναι φασίστες; Φασίστες είστε και φαίνεστε και μια γαϊδούρα παντρεύεστε! Που θα μου πείτε εμένα! Μην ακούσω λέξη. Σκασμός! Μιλάει ο υπουργός! Σκασμός είπα. Οι μπάτσοι είναι φίλοι μας. Είναι εδώ για μας. Προχθές στην πορεία υπήρχε κλίμα κατάνυξης. Σαν μυσταγωγία που δύσκολο να την περιγράψω. Ήταν σαν εκκλησίασμα που δεν πρόλαβε να ακούσει το Χριστός Ανέστη και ξεπετάχτηκε στο δρόμο να το γιορτάσει. Δακρυσμένοι διαδηλωτές που δεν ήξεραν αν κλαίνε από τα δακρυγόνα, από το ξύλο ή από την ιερότητα της στιγμής. Η στιγμή που περνάει και χάνεται, χάνεται, χάνεται, χαν…Μην πεις κουβέντα. Κρατάς κρυμμένα μυστικά και ντοκουμέντα! Ποιος είσαι; Ο Μάκης; Δεν θέλω να ξανακούσω τι κακοί άνθρωποι είναι οι μπάτσοι. Δεν μπορώ να το ξανακούσω. Σημείωση. Ο μπάτσος δεν είναι γουρούνι. Πότε δεν είδα το συμπαθές τετράποδο να βαράει άλλα συμπαθή τετράποδα γιατί δεν του άρεσε το μουγγανιτό τους. Βρωμάνε τα ποδάρια σου, το ξέρεις; Δεν φταίνε οι καημένοι…εντολές εκτελούν! Να συλληφθεί ο απαίσιος δήμαρχος που τοποθετεί ζαρντινιέρες σε χώρους προορισμένους για αστυνομικά βασανιστήρια. Τι φταίει, τώρα ο ακίνδυνος αστυνομικούλης αν το κωλόπαιδο, άπλυτος και χασομέρης σκόνταψε και έπεσε πάνω στη ανυποψίαστη ζαρντινιέρα που έβαλε εκεί το χέρι της αντίδρασης για να ενοχοποιήσει την συμπαθή τάξη των αστυνομικών; Σκάστε! Αυτά είναι προβοκάτσιες! Ακόμα να ξεψυχήσει ο πούστης; Άντε έχουμε και δουλειές! Δεν θα σε περιμένω όλη μέρα. Δεν φταίνε οι μπάτσοι που πάνε σαν τους Χιώτες δυο δυο. Οι μπάτσοι που έχουμε μέσα στο κεφάλι μας φταίνε. Αυτά τα δεξιοκρατούμενα ανθρωποειδή. Σκοτώστε τα!!!

buzz it!

 
GreekBloggers.com