Τώρα είναι η ώρα. Οι αναβολές είναι για τους ηλίθιους. Στάσου μπροστά και μίλα. Το ξέρω πως είναι δύσκολο και οι λέξεις θα κολλάνε, αλλά πρέπει. Τώρα. Πρέπει. Κοίταξε τη μούρη σου στον καθρέφτη. Κοίτα και πες μου τι βλέπεις. Είσαι εσύ; Τώρα. Πάρε τσιγάρο και πες μου. Είσαι εσύ; Σε αναγνωρίζεις; Ξέρεις τι είναι μαλάκα αυτό το δωμάτιο; Μια ζωή. Ολόκληρη. Μια ζωή χαμένη σε τέσσερις τοίχους και ένα παράθυρο. Βάσανο το παράθυρο. Ξέρεις τι είναι να κοιτάζεις τους γείτονες, τις ζωές τους, γιατί δεν έχεις δικούς σου να δεις. Τώρα είναι η ώρα. Ένας καναπές, μια λάμπα και ένα γραφείο είναι η μόνη σου περιουσία κι αυτή λειψή. Τώρα. Το τηλέφωνο έχει σταματήσει να χτυπάει. Μπορεί να το έσπασα και να μην το θυμάμαι. Ο δρόμος δεν βγάζει ποτέ ανθρώπους από εδώ. Είναι σαν καταραμένο αυτό το μέρος και έπεσε σε μένα ο κλήρος να το φροντίζω. Και το φρόντισα όλη μου τη ζωή. Μια ζωή…τι ζωή…; Για ποια ζωή μου μιλάς; Η ζωή είναι προνόμιο άλλων, όχι για μας. Εμείς έχουμε το δωμάτιο. Κοίτα γύρω σου και πες μου τι βλέπεις. Το δωμάτιο έγινε η ζωή μας κι αυτό γιατί δεν τολμήσαμε να βγούμε απ’αυτό. Από μικρός μεγάλωνα με ένα φόβο. Μην κάνεις λάθος…μην κάνεις λ ά θ ο ς…Και δεν έκανα. Δεν έκανα κανένα λάθος. Δεν έχω να θυμάμαι κανένα λάθος. Ξέρεις τι είναι μαλάκα, να μην έχεις να θυμάσαι; Οι κουρτίνες στο δωμάτιο ήταν πάντα κλειστές. Μη μας βλέπουν οι γείτονες. Λες και κάναμε μασωνίες μέσα και δεν έπρεπε να μας δει κανείς. Μια φορά διανοήθηκα να τραβήξω την κουρτίνα λίγο και μαζεύτηκαν όλοι να δουν. Έχω τρία μολύβια μέσα σε αυτό το δωμάτιο. Δεν γράφει κανένα. Αρνούνται. Το βράδυ, παίζει μια απαλή μουσική και ένα αμυδρό κόκκινο φωτίζει το ταβάνι του δωματίου. Δεν είμαι ποτέ μόνος το βράδυ. Φτιάχνω ανθρώπους και τους μιλάω, τους ερωτεύομαι και αγαπάω κάτι σκιές που δεν υπάρχουν. Δεν μπορεί να τις δει κανείς, μόνο εγώ. Οι άλλοι λένε πως είμαι ζαβό, αλλά δεν είμαι. Απλά ζω στο δωμάτιο. Εδώ μέσα η Δευτέρα ξημερώνει από την Κυριακή και ξανά Δευτέρα και ξανά Δευτέρα και ξανά…Τώρα είναι η ώρα. Κάνω μπάνιο κάθε μέρα και αγγίζω τα χέρια μου, τα πόδια μου, το κεφάλι μου, για να μην ξεχνάω ότι υπάρχω. Έφηβος, ανά τους αιώνες. Αρνούμαι να μεγαλώσω για να μη θυμηθώ πως. Και πότε. Καπνίζω το ένα τσιγάρο μετά το άλλο χωρίς κανένα λόγο. Αλλά ξέχασα, ζω στο δωμάτιο και εδώ μέσα δεν υπάρχουν λόγοι. Ο παραμικρός ήχος μπορεί να μου θυμίσει ζωή και να με κάνει να πιω μέχρι αηδίας. Η παραμικρή κίνηση. Κάθομαι και χαζεύω τις γάτες. Κι αν κάποια στιγμή μια απ’αυτές με κοιτάξει χαίρομαι σαν μικρό παιδί και θέλω να την κάνω φίλη μου. Φίλη μου για μια ζωή. Κι αν μου πεθάνει θα κλαίω. Ερωτεύτηκα. Πόνεσα. Μίσησα. Έχουν ποτίσει οι τοίχοι από γέλια, φωνές, κλάματα. Όλα σιωπηλά. Σσσς…Μην ακουστεί το παραμικρό συναίσθημα. Σσσς….Μπορείς να γελάσεις, αλλά από μέσα σου, μπορείς να κλάψεις, αλλά από μέσα σου, μπορείς να φωνάξεις, αλλά από μέσα σου. Κι όταν το από μέσα βγει. Θα γίνει βουνό. Θα γίνει ποτάμι. Θα γίνει καταιγίδα και κεραυνός και θα διαλύσει τους τοίχους, τον καναπέ και τη λάμπα και δεν θα υπάρχει πια δωμάτιο και τότε θα είμαι γυμνός. Τώρα είναι η ώρα. Σαν μια μάζα ανθρώπων, που η κραυγή τους ξεκινάει σιωπηλά σαν λειτουργία το Πάσχα και γίνεται…και γίνεται κύμα και σε παρασύρει. Τώρα είναι η ώρα. Τώρα που οι τοίχοι άρχισαν να ξεφτίζουν. Τώρα που το δωμάτιο βαριανασαίνει. Τώρα που έχει ήλιο έξω. Κοίταξε λίγο τον καθρέφτη. Τι βλέπεις; Έχει είδωλο; Τώρα είναι η ώρα….
Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2008
Το Δωμάτιο...
Ετικέτες
Στ’αρχεία μου τα δυο
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου