Θα σου δώσω λίγο παραπάνω. Λίγο. Πρόσεξε. Υπάρχει δίπλα μας γκρεμός. Δίπλα μας. Μια κουρτίνα που ανεμίζει, ένας καναπές, κι ένας πίνακας με μια γυμνή που μου θυμίζει. Δεν υπάρχω εγώ στο σκηνικό. Είμαι κάπου έξω. Δεν θυμάμαι να πέρασα ποτέ από εδώ. Δεν υπάρχω. Στα όρια της πλατείας μια μικρή πέτρα σιγοκλαίει και μιλάει με λόγια παράλογα και δύστροπα την απουσία σου. Εγώ δεν υπάρχω. Δεν είμαι εκεί. Ακούω περιγραφές και ζω από τις περιγραφές. Μιλούσα. Έλεγα λάθη. Τα πλήγωνα. Θέλω να πάμε μια βόλτα. Κάπου. Δεν θα σου πω από τώρα που. Κάπου. Μια βόλτα. Μιλάω. Δεν έχω λόγια και μιλάω με φθόγγους. Δεν καταλαβαίνεις αλλά συνεχίζεις να με ακούς. Μην κλαις. Κλαις, το βλέπω. Θα αυξήσω τη δόση της μοναξιάς μου μόνο και μόνο για λίγα δευτερόλεπτά μαζί σου. Δεν σε γνωρίζω. Δεν σε συνάντησα ποτέ. Μόνο σε άγγιξα κάτω από ένα τραπέζι αλλά φοβήθηκα να σε δω στα μάτια. Τα μάτια. Τελικά δεν λένε τίποτα. Ούτε μια αλήθεια. Τίποτα. Τα μάτια, τίποτα. Τίποτα τα μάτια. Ούτε μια αλήθεια. Θέλω να μάθω αλλά φοβάμαι. Θέλω να κλάψω αλλά δεν μπορώ. Θέλω εσένα αλλά έχω μια άλλη που τρώει από τις σάρκες μου και το μυαλό μου. Μου τρώει το χρόνο που σε σκέφτομαι. Πρέπει να κάνω έρωτα μαζί της. Πρέπει να μιλάω με αυτή γιατί με σένα απαγορεύεται. Δεν μας το επιτρέπουν. Πρέπει να σε έχω αλλά έχω μια άλλη μικρή τίγρη που με σκοτώνει κάθε μέρα και με πληγώνει και με βασανίζει και μου μιλάει και θέλει να με αγαπάει και θέλει να με κλείνει σε χρυσή φυλακή και θέλει να μου επιβάλει τον έρωτά της και θέλει να μου πάρει το μυαλό και να μου το κάνει θρύψαλά κι εγώ αγαπάω εσένα και ματώνω με μια άλλη και πεθαίνω. Και της μιλάω και της μιλάω και την αγγίζω και την αγαπάω με το ζόρι και ξαπλώνω μαζί της εκεί που πρέπει να ξαπλώνεις εσύ και την αγαπάω με το ζόρι γιατί με σένα δεν επιτρέπεται. Μη φοβάσαι. Μη φοβάσαι. Αν φοβηθείς, εγώ είμαι καταδικασμένος. Κι εσύ είσαι χαμένη εδώ και μέρες και δεν σου έχω μιλήσει και από την τελευταία φορά που σε είδα έχουν περάσει χρόνια και αιώνες και σου γράφω. Σου λέω τραγουδάκια με στίχους απλούς και σου μιλάω όταν κοιμάμαι δίπλα σε ένα πτώμα και δεν το θέλω αλλά πρέπει και δεν σταματάω να κοιτάζω μια ξεχασμένη φωτογραφία που τη βγάλαμε μαζί κι έβλεπα τα μάτια σου να κοιτάζουν το φακό αλλά δεν τον κοιτούσες. Κοιτούσες εμένα. Μόνο εμένα. Κι εγώ τώρα κοιτάζω μια άλλη μια γριά μια πεθαμένη μια που δεν θέλω και δεν σταματάω να την κοιτάζω για να μπορέσω να την αγαπήσω αλλά δεν μπορώ γιατί θέλω εσένα αλλά είπαμε με σένα απαγορεύεται, δεν επιτρέπεται δεν το θέλει κανείς αλλά τι να κάνω που γεννήθηκα άνθρωπος και θέλω και νοιώθω και επιθυμώ και μιλάω και μυρίζω όπως όλοι οι άλλοι αλλά δεν είμαι ίδιος. Εγώ σου λέω αστεία και γελάς και πεθαίνεις και πίνουμε ποτά και θολώνεις και μου λες ότι με αγαπάς και μένω για λίγο ακόμη μαζί σου γιατί δεν μπορώ, δεν μπορώ να φύγω και παραληρώ και παραληρώ και μεθάω εγώ περισσότερο και μου λες μην πίνεις και δεν πίνω και μου λες να σε αγαπάω και σε αγαπάω και μου λες τι να κάνω και σου λέω ναι, μόνο σε σένα. Μόνο για σένα κάνω το χαζό. Δεν καταλαβαίνω. Μένω με ένα πτώμα. Μια γριά. Εσύ δεν μπορείς να είσαι εδώ. Είναι μακριά ο παράδεισος αγάπη μου και που θα τον φτάσουμε και που θα τον βρούμε; Δε θα σου πω για τα πρωινά που ξημερώνουν μεσάνυχτα δεν θα σου πω για τα μικρά όνειρα και τις μεγάλες κουβέντες. Δεν τα αντέχεις αυτά και θα με ρωτήσεις αν είναι αλήθεια και δεν θέλω να σου πω ότι είναι και δεν θέλω να σε πείσω αλλά θέλω να χώσω τα δόντια μου βαθιά στο δέρμα σου και να σε κρατήσω έτσι μέσα στον πόνο και να μην μπορεί κανείς να σε πάρει. Δεν θα σε πάρει. Μπορείς να ξυπνάς όπου θέλεις, να μιλάς με όποιον θέλεις να κοιμάσαι με όποιον θέλεις να κάνεις έρωτα με όποιον θέλεις να φιλάς όποιον θέλεις, αλλά να ξέρεις πως μαζί μου θα ξυπνάς το πρωί, μαζί μου θα πληγώνεσαι, μαζί μου θα κλαις, μαζί μου θα γελάς, μαζί μου, μαζί μου θα ζεις, μαζί μου θα αγαπάς, εμένα θα ερωτεύεσαι, κι ας είμαι άλλος κι ας μην έχω το όνομά μου, θα είμαι μέσα σου πάντα, στο μυαλό σου στην καρδιά σου, στα χέρια σου , στα νύχια σου, στα μαλλιά σου παντού. Και θα υπάρχω γιατί θέλεις και θα ξυπνάμε σε διαφορετικά στρώματα και διαφορετικές αγκαλιές αλλά σε μένα θα λες καλημέρα και στη δική μου αγκαλιά θα φοβάσαι. Κι αν πέφτεις κάποιες νύστες στο κενό χωρίς δίχτυ ασφαλείας εγώ θα είμαι από κάτω και θα σε περιμένω να μην χτυπήσεις και να ξέρεις θα έρθω να σε βρω να κοιμάσαι και θα σου κλέψω τα όνειρα γιατί μου ανήκουν. Μου ανήκουν. Είναι δικά μας. Έχω κι εγώ μερίδιο σε αυτή τη ζωή. Είναι δική μας. Εγώ σου παρέδωσα τη δική μου και σου είπα να την κάνεις ότι θέλεις. Τώρα είναι η σειρά σου. Θέλω, φοβάμαι και ακούω μουσική και πληγώνομαι και φοβάμαι και θέλω και τρομάζω και σου ξαναλέω την αλήθεια και μου λες ότι το ίδιο νοιώθεις και μου λες να μη φοβάμαι και σου λέω…..
Τετάρτη 12 Μαρτίου 2008
Ποτό, τσιγάρο και ένα μπλούζ να κλαίει....
Ετικέτες
Στ’αρχεία μου τα δυο
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
4 σχόλια:
καλημέρα,
μου αρέσουν πάρα πολύ όσα δικά σου διαβάζω,αναμφισβήτητα και έχουν κάτι θεατρικό,αλλά το πιο ωραίο είναι ότι μου προκαλούν μια αίσθηση υπερέντασης και εγρήγορσης,μια αγωνία για ό,τι θα έρθει και στο συγκεκριμένο, αυτή κορυφώνεται ψάχνοντας την έξοδο από τις "διαιώνιες" συμβάσεις και την "κάθαρση"...
για το άλλο που μου έστειλες θα σου στείλω mail,όπως έχουμε συμφωνήσει,όταν βρω χρόνο να το μελετήσω.
φιλιά
Λοιπόν το καλό και κακό με το blog σου(σας;) είναι ότι δεν μπορεί κανείς να κάνει σχόλιο για το σχόλιο αλλά πρέπει να σε μελετήσει!
Δημοσίευση σχολίου