Ένα ποτό. Κι άλλο ένα. Σαν ιδέα που δεν ειπώθηκε. Διπλό βάλε. Μουσική. Βαριά. Σαν τα βλέφαρά μου. Βαριά. Το μπαρ. Σαν Νεοϋορκέζικο μπλουζάδικο που ζητά δικαίωση μοιάζει. Φορούσα μαύρο μπουφάν που τώρα κυλιέται στο πάτωμα. Βρομιά. Μοιράσου λίγο από το τσιγάρο σου μαζί μου και μετά φύγε. Μπορείς να φύγεις. Ξημερώνει…Ο μπάρμαν μοιάζει με ένα παιδικό μου φίλο. Χαθήκαμε. Μπορεί να είναι κι αυτός, δεν ξέρω. Δεν θέλω καυγάδες. Πιες το ποτό σου και φύγε. Εγώ θα μείνω για λίγο. Είχαμε ξανάρθει εδώ, θυμάσαι; Καθίσαμε εκεί. Δίπλα στη μπάρα. Θυμάσαι; Κάπνιζα ακατάπαυστα, θυμάσαι; Μου πήρες το πακέτο και το έχωσες στο σουτιέν σου, λες και θα κώλωνα να χώσω το χέρι μου και να το πάρω. Δεν το πήρα όμως. Προτίμησα να κάνω από τα δικά σου. Είχα τον τρόπο. Θυμάσαι; Σε κοιτούσα μόνο, θυμάσαι, δεν σου μίλησα. Μόνο όταν μου το ζήτησες, θυμάσαι; Μόνο τότε σου είπα κάτι. Δεν θυμάμαι τι. Κάπνιζα ακατάπαυστα. Από τα δικά σου. Κάτι Καρέλια, άθλια. Μπορεί να έβρεχε, γι’αυτό χωθήκαμε εδώ μέσα. Σε κοιτούσα. Ναι, σίγουρα έβρεχε. Θυμάσαι; Μου χαμογέλασες και δεν ξέρω το λόγο. Δεν είπα ποτέ κάτι αστείο. Φορούσες φόρεμα θυμάσαι; Ένα λευκό φόρεμα και ήσουν μούσκεμα. Βρεγμένη ως το κόκαλο. Μου ζήτησες να σου ανάψω το τσιγάρο. Φύσηξες τον καπνό και με φίλησες. Ποτέ δεν κατάλαβα το λόγο. Πάλι έπαιζε αυτό το κομμάτι θυμάσαι; Αργά…θυμάσαι; Οι κουρτίνες του μπαρ χόρευαν με τον αέρα. Μου είπες να χορέψουμε. Σου είπα, όχι. Πραγματικά δεν ήθελα. Έκανες τη θυμωμένη και με ξαναφίλησες, θυμάσαι; Θυμάσαι; Ήπια το πρώτο ποτό γρήγορα σαν να έπινε νερό ένας διψασμένος και πήρα δεύτερο και τρίτο και τέταρτο. Έπρεπε. Θυμάσαι τι μου είπες; «Πάρε με»… Πάρε με….Τώρα μου φαίνεται αστείο. Οι καρέκλες, τόσο άβολες καρέκλες λες και κουβαλούσαν μνήμες χωρισμών και ερώτων και κλάματα και γέλια και φιλιά αιώνων. Πέρασε η ώρα. Θυμάσαι; Μίλα μου…Μη με αφήνει μόνη, μίλα μου, έτσι μου είπες. Σίγουρα έβρεχε. Πέρασα το χέρι μου στη μέση σου και σου δάγκωσα τα χείλη να σε πείσω. Μη χαθείς…σου το είπα στο αυτί αλλά μάλλον η μουσική ήταν τόσο δυνατά που δεν το άκουσες. Θυμάσαι; Γιατί να βρεθήκαμε εδώ; Γιατί σ’αυτό το μέρος; Σαν μπουρδέλο είναι. Χόρευες όλη τη νύχτα κι όταν κουραζόσουν με αγκάλιαζες. Χόρευες και με κοιτούσες. Σαν θήραμα. Πέταξα το τσιγάρο μου στο πάτωμα και σε πλησίασα και τότε κατάλαβες, θυμάσαι; Σε πήρα και φύγαμε, θυμάσαι; Είχε ξημερώσει όπως τώρα, θυμάσαι; Τα πάντα βρεγμένα έξω κι οι δύο μας σαν να βρισκόμαστε σε άλλον πλανήτη, περπατούσαμε στους άδειους δρόμους, χωρίς να ζητάμε κάτι ή χωρίς προορισμό. Θυμάσαι; Κι όταν τα ρούχα σου βρέθηκαν στο πάτωμα τότε…Πιες το ποτό σου και φύγε. Ξημέρωσε…
Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου 2008
Το μπαρ....
Ετικέτες
Στ’αρχεία μου τα δυο
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
7 σχόλια:
an einai na grafeis etsi, kalitera na ksexname gia na mas thimizeis..
:)
Αλήθεια σου άρεσε; Μπήκα στο blog σου. Δεν πρόλαβα να το πολυψάξω αλλά μου φάνηκε ενδιαφέρον. Θέλεις να σε κάνω link;
Θυμάσαι... ξημέρωσε...
για τον καθένα από εμάς υπάρχει ένα ξημέρωμα χαραγμένο στη μνήμη μας...
Ταξίδεψα... κάπου μακριά και ταυτόχρονα τόσο κοντά...
Καλησπέρα :-))
kane to e-mail mou Add sto msn soy.
ta leme ekei...
Καλησπέρα kalynama! Ελπίζω το ξημέρωμα να ήταν ευχάριστη ανάμνηση...
Την καλησπέρα μου. Δώσε μου λίγο χρόνο να σε διαβάσω και να σε κατανοήσω.
Τα λέμε εν καιρώ.
hey fox
ωραίο είναι...
σαν στιγμιότυπο ταινίας, μπορεί και να μου θύμισε Νικολαίδη,δεν είμαι σίγουρη γιατί νυστάζω...
σίγουρα πάντως το έφερα στο μυαλό μου σε ημίφως...
Δημοσίευση σχολίου